διευκρινώ

διευκρινώ
(Α διευκρινῶ, -έω) [ευκρινώ]
1. εξετάζω προσεκτικά, διαφωτίζω σκοτεινό θέμα ή υπόθεση
2. καθιστώ κάτι ευκρινές, σαφές
3. αναλύω, εξηγώ τα δύσκολα σημεία κάποιου θέματος
αρχ.
κρίνω ορθά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διευκρινίζω — διευκρινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < διευκρινώ, κατά τα ρήματα σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • αδιευκρίνητος — η, ο (Α ἀδιευκρίνητος, ον) [διευκρινῶ] 1. αυτός που δεν διευκρινήθηκε ή δεν μπορεί να διευκρινηθεί 2. ο αδιασαφήνιστος, ασαφής, σκοτεινός …   Dictionary of Greek

  • διευκρίνηση — η (Α διευκρίνησις) [διευκρινώ] το να καθίσταται κάτι ευκρινές ή σαφές, η διασάφηση …   Dictionary of Greek

  • προδιευκρινώ — έω, Α καθιστώ κάτι σαφές εκ τών προτέρων («τῶν κατὰ μέρος προδιευκρινουμένων», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διευκρινῶ «διαφωτίζω, διασαφηνίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”